στασιασμος

στασιασμος
    στασιασμός
    στᾰσιασμός
    ὅ восстание, возмущение, бунт Thuc., Arst., Men.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στασιασμος" в других словарях:

  • στασιασμός — raising of sedition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιασμός — ὁ, Α [στασιάζω] υποκίνηση σε στάση, σε εξέγερση …   Dictionary of Greek

  • στασιασμοῦ — στασιασμός raising of sedition masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιασμούς — στασιασμός raising of sedition masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασιασμόν — στασιασμός raising of sedition masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»